- ψιλωτής
- ο, ΝΜ [ψιλῶ]αυτός που αποψιλώνεινεοελλ.ζωολ. α) παλαιότερη ονομασία γένους δίπτερων εντόμωνβ) παλαιότερη ονομασία γένους κολεόπτερων εντόμωνμσν.γραμμ. α) αυτός που χρησιμοποιεί ψιλή αντί τής δασείας («ψιλωταὶ οἱ Ἴωνες», Τζέτζ.)β) αυτός που προφέρει ή γράφει με ψιλό σύμφωνο, λ.χ. με κ αντί τού χ («τῶν ψιλωτῶν γὰρ οὖτοι καὶ σπανιάκις Ἀττικοὶ ψιλοῡσι καὶ δασέα», Τζέτζ.).
Dictionary of Greek. 2013.